- εκτέμνω
- (AM ἐκτέμνω)1. (για δέντρα) κόβω και βγάζω από τη γη2. αφαιρώ, στερώ, εκμηδενίζω, καταστρέφωμσν.«μακρὰν ἐκτέμνω ὁδόν» — διανύω (Γ. Πισίδ.)αρχ.1. κόβω, αφαιρώ2. (για γιατρό) κόβω ένα άρρωστο μέρος ή μέλος τού σώματος3. (για μαλλιά) κουρεύω, κόβω4. ευνουχίζω (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἐκτετμημένοςο ευνούχος5. ερημώνω μια περιοχή κόβοντας τα δέντρα6. φρ. «ἐκτέμνω ἶνας ή νεῡρά τινος» — εξασθενίζω κάποιον, τού κόβω τα κότσια7. παθ. εξαπατώ κάποιον με κάποια φιλοφρόνηση(«οὕτως αὐτοὺς οἱ βασιλεῑς ἐξετέμνοντο τῇ φιλανθρωπίᾳ» — τούς εξαπατούσαν, «τούς έκοβαν» με τις φιλοφρονήσεις τους, Πολύβ.).
Dictionary of Greek. 2013.